χαλώ — χαλῶ, άω, ΝΜΑ, και χαλνώ, άω, Ν, και χαλάζω και χαλαίνω Α ναυτ. κατεβάζω ιστίο ή σημαία νεοελλ. μσν. 1. επιφέρω βλάβη στην κανονική λειτουργία ενός συστήματος («τό χάλασες το ρολόι») 2. καταστρέφω 3. (σχετικά με κτίσμα) κατεδαφίζω, γκρεμίζω (α.… … Dictionary of Greek
χαλῶ — χαλάω Aër. pres imperat mp 2nd sg χαλάω Aër. pres subj act 1st sg (attic epic ionic) χαλάω Aër. pres ind act 1st sg (attic epic ionic) χαλάω Aër. fut ind act 1st sg (attic epic ionic) χαλάω Aër. imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξεχτενίζω — χαλώ το χτένισμα κάποιου («μέ ξεχτένισε ο αέρας») … Dictionary of Greek
μαδώ — (AM μαδῶ, άω, Μ και μαδίω και μαδιῶ και μαθῶ) 1. (για τρίχες, φτερά, φύλλα κ.λπ.) (αμτβ.) πέφτω («μαδήσανε τα πούπουλα») 2. (για πρόσωπα ή πράγματα) (αμτβ.) αποβάλλω, χάνω τις τρίχες, τα φτερά, τα φύλλα μου («ἐὰν δέ τινι μαδήσῃ ἡ κεφαλὴ αὐτοῡ,… … Dictionary of Greek
χαλεπός — ή, ό / χαλεπός, ή, όν, ΝΜΑ δύσκολος, δυσχερής, αυτός τού οποίου η αντιμετώπιση παρουσιάζει πολλές δυσκολίες (α. «έρχονται χαλεποί καιροί» β. «ἐν ἐσχάταις ἡμέραις ἐνστήσονται καιροὶ χαλεποί», ΚΔ γ. «χαλεπὸν ὁ βίος», Ξεν. δ. «χαλεποὶ δὲ θεοὶ… … Dictionary of Greek
αποχαλώ — (I) κ. άω κ. χαλνώ, άω 1. χαλώ, καταστρέφω τελείως 2. καταστρέφομαι τελείως. (II) ἀποχαλῶ ( άω) (Α) χαλαρώνω κάτι … Dictionary of Greek
δακώ — ( άω) δαγκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < εδάκασα, αόρ. τού δακάνω, κατά το σχήμα εγέλασα γελώ, εχάλασα χαλώ) … Dictionary of Greek
εξαμβλώνω — (AM ἐξαμβλῶ, έω) [αμβλώ] προκαλώ άμβλωση, πρόωρη αποβολή τού εμβρύου («σὴν παῑδα φαρμακοῡμεν καὶ νηδὺν ἐξαμβλοῡμεν», Ευρ.) αρχ. 1. κάνω κάτι μάταιο («φροντίδ ἐξήμβλωκας», Αριστοφ.) 2. διαφθείρω, χαλώ («ποία σώματος ἰσχύς οὐκ ἐξαμβλοῡται... δι… … Dictionary of Greek
εξηλώνω — και ξηλώνω (AM ἐξηλῶ, όω) μσν. νεοελλ. (για ρούχα) κόβω τις ραφές και χωρίζω τα κομμάτια («ξηλώθηκε ό γιακάς») νεοελλ. μτφ. 1. απομακρύνω κάποιον από τη θέση που κατέχει και τόν μειώνω ηθικά 2. φθείρω, χαλώ 3. μέσ. ξηλώνομαι μού αποσπούν χρήματα… … Dictionary of Greek
κακουργώ — (AM κακουργῶ, έω) [κακούργος] κάνω κακούργημα, είμαι κακούργος, κάνω το κακό («ἀδικεῑν καὶ κακουργεῑν», Αριστοφ.) νεοελλ. μσν. (για πληγές) κακοφορμίζω, χειροτερεύω αρχ. 1. βλάπτω, επιφέρω βλάβη ή κακό, προκαλώ ζημία («ἵππος ἢν κακουργῇ», Ξεν.) 2 … Dictionary of Greek